Ομιλία για τους Ρομά - Διεθνές Συνέδριο ΕΛΕΣΥΠ

Οι Ρομά του Μεταξουργείου: ξετυλίγοντας το μίτο της επαγγελματικής τους Οδύσσειας. Μια βιωματική καταγραφή.

Από την Μηλιορίτσα Δ. Σοφιάνα, M.A. Clinical Counseling Psychology, LaSalle University, PA, USA

Καθηγήτρια Ψυχολογίας New York College, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

To κείμενο το οποίο ακολουθεί και παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της ΕΛΕΣΥΠ είναι βασισμένο στη διετή εμπειρία και συνύπαρξη μου με ομάδες τσιγγάνων που κατοικούν στο Γκάζι, τον Κολωνό, το Μεταξουργείο και τον Βοτανικό. Tο συγκεκριμένο θέμα δεν έχει μελετηθεί σε βάθος μέχρι σήμερα αφού τα στόματα παραμένουν «κλειστά». Έχοντας μπει λοιπόν, βιωματικά στον χώρο του απαγορευμένου, μπορώ να σας μεταφέρω τις παρατηρήσεις μου και αποσπάσματα από συνεντεύξεις που πραγματοποίησα .

Τα κύρια στοιχεία προέρχονται από έναν χώρο που γνώρισα και αγάπησα στον Κολωνό και η δράση του έχει να κάνει με την υποστήριξη των τσιγγάνων όλων των ηλικιών της ευρύτερης περιοχής. Το κέντρο Συμπαράστασης Παιδιών και Οικογένειας (ΜΚΟ) λειτουργεί εδώ και 13 χρόνια ως κέντρο υποστήριξης για πάνω από 500 οικογένειες τσιγγάνων κυρίως από την Κομοτηνή και την Ξάνθη. Ψυχή του κέντρου αποτελεί η Κοινωνική Λειτουργός- κυρία Μυρτώ Λαιμού - την οποία ευχαριστώ ιδιαίτερα για τη συνεργασία της.
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, η παρουσίασή μου θα μπει στη ζώνη του απαγορευμένου, σε μια ζώνη που σπάνια κοινωνικά αγγίζουμε ωστόσο είναι υπαρκτή. Και όχι μόνο. Είναι υπαρκτή και στην καθημερινότητά μας. Ας αναρωτηθούμε όλοι πόσες φορές ένα παιδί με τσιγγάνικη καταγωγή μας έχει πλησιάσει για να μας πουλήσει ένα πακέτο χαρτομάντιλα ή μια γαρδένια;

Ξεκινώντας χρονολογικά, θα προχωρήσω σε μια σύντομη αναφορά για τα επαγγέλματα των τσιγγάνων έχοντας ως σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του ‘80. Κατά τη δεκαετία του ‘80 οι τσιγγάνοι της περιοχής απασχολούνται κυρίως σε οικοδομές αλλά εργάζονται και ως «χαμάληδες» στα διάφορα στέκια στην Αθήνα. Η γηραιότερη γενιά έχει εργαστεί στις βαμβακοκαλλιέργειες της Ξάνθης, και έχει αποκομίσει ιδιαίτερα κακές αναμνήσεις από μια δουλειά την οποία είχαν βιώσει ως ιδιαίτερα σκληρή. Κατά τη δεκαετία του ‘80 δίνονται κίνητρα στους τουρκόφωνούς τσιγγάνους της Ξάνθης και της Κομοτηνής για να ενσωματωθούν στα αστικά κέντρα. Εκεί μάλιστα τοποθετούνται και σε δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς όπως ο ΟΣΕ, η ΔΕΗ αλλά και τράπεζες. Λόγω του αναλφαβητισμού τοποθετούνται σε θέσεις με απλές αρμοδιότητες όπως φύλακες και κλητήρες.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, το καθεστώς εργασίας αλλάζει. Στα φανάρια της Κωνσταντινουπόλεως κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα τσιγγανόπουλα τα οποία πλένουν τζάμια και πουλάνε σε διερχόμενα αυτοκίνητα χαρτομάντιλα και λουλούδια. Οι τσιγγάνοι οι οποίοι ασχολήθηκαν περισσότερο με αυτό το είδος της εργασίας προέρχονται από το χωριό Δροσερό της Ξάνθης. Είναι η εποχή που ημερησίως το μεροκάματο από την πώληση λουλουδιών ανέρχεται στις 40. 000 δραχμές .

Ας μπούμε όμως τώρα πιο βαθειά στην περιοχή που όπως σας ανέφερα προηγουμένως τα στόματα παραμένουν «κλειστά». Για τα παιδιά της περιοχής η εργασία ξεκινάει στα 4 με 5 έτη. Μέσα από τις πολυπληθείς τσιγγάνικες οικογένειες επιλέγονται τα πιο υπάκουα και τα πιο «χαριτωμένα». Τα παιδιά στοχοθετούνται, πρέπει δηλ. να πουλήσουν έναν ελάχιστο αριθμό λουλουδιών και η καλή δουλειά ανταμείβεται. Τα παιδιά πολλές φορές συνοδεύονται από τις μητέρες τους. Η φράση που χρησιμοποιούν είναι η εξής: «Πάω να το περπατήσω».

Για τα κορίτσια η επαγγελματική αυτή πορεία συνεχίζει μέχρι το γήρας. Για τα αγόρια η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ξεκινάνε και αυτά να εργάζονται στα λουλούδια από τα 4-5 έτη ωστόσο η δυνατότητα απασχόλησης στην συγκεκριμένη δραστηριότητα σβήνει όσο το αγόρι μεγαλώνει. Οι πελάτες δεν είναι δεκτικοί ώστε να αγοράσουν ένα λουλούδια από ένα έφηβο πια αγόρι όσο από ένα κορίτσι.

Έτσι όσο τα αγόρια μεγαλώνουν οι λεγόμενες «εισπράξεις» είναι αντιστρόφως ανάλογες, με αποτέλεσμα από την εφηβεία και μετά να μην έχουν την παραμικρή ενασχόληση. Είναι η εποχή που το αγόρι θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποιον γάμο αφού αποτελεί και ένα είδος επαγγελματικής αποκατάστασης καθώς η νύφη δουλεύει και έτσι επέρχεται και πάλι η οικονομική εξασφάλιση και ισορροπία στη νέα οικογένεια. Περιζήτητη νύφη είναι αυτή που μπορεί και πουλάει περισσότερο άρα «φέρνει» και τα περισσότερα χρήματα.

Από τις παρατηρήσεις μου, η γονεϊκή αγάπη λαμβάνει άλλη διάσταση στις οικογένειες οι οποίες στηρίζονται στην εργασία των παιδιών τους για την οικονομική τους επιβίωση. Κάποτε ένα τσιγγανόπουλο είχε πει: “Εσύ έχεις μάνα, εγώ πρέπει να πληρώσω για να έχω μάνα», θέλοντας να υπογραμμίσει πως η μητρική φροντίδα ήταν παρούσα μόνο όσο τροφοδοτούσε το ίδιο με χρήματα την οικογένεια.

Οι πατεράδες στις περισσότερες οικογένειες που γνωρίζω είτε δεν εργάζονται είτε εργάζονται περιστασιακά. Τα κύρια έσοδα της οικογένειας προέρχονται από το ή τα παιδιά και από τη σύζυγο αλλά και από τα επιδόματα της πολιτείας. Πολλές φορές μάλιστα ενώ το ζευγάρι έχει τεκνοποιήσει 4 και 5 φορές αποφεύγεται ο γάμος ώστε να εισπράττεται το επίδομα άγαμης μητέρας.

Η ζωή είναι στο εδώ και τώρα. Χωρίς παρελθόν αλλά και χωρίς μέλλον.

Από ιδιωτικές συζητήσεις με τσιγγάνους θα αναφέρω μια φράση: “Είμαστε οι χειρότεροι των χειρότερων». Πολλοί μου έδωσαν να καταλάβω ότι δεν πιστεύουν πως μπορεί να προκύψει κάτι καλό από αυτούς.

Και όμως. Υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Με την επιμονή και την υποστήριξη όχι μόνο του κέντρου Συμπαράστασης Παιδιών και Οικογένειας αλλά και άλλων ΜΚΟ πολλά τσιγγανόπουλα έχουν αρχίσει και πηγαίνουν στο σχολείο. Κουρασμένα βέβαια, καθώς έχει προηγηθεί μια νύχτα σκληρής δουλειάς με κάθε είδους κινδύνους που αυτή μπορεί να εγκυμονεί όπως για παράδειγμα η σεξουαλική παρενόχληση. Ολοένα και περισσότεροι γονείς πείθονται ότι το σχολείο θα κάνει καλό στα παιδιά τους και δεν θα είναι όπως χαρακτηριστικά λένε οι ίδιοι «σαν αυτούς που δεν μπορούν να διαβάσουν μια ταμπέλα στο δρόμο».

Βέβαια ακόμα και η είσοδος στο σχολείο αποτελεί άλλη μια περιπέτεια για τα παιδιά αυτά. Πολλές φορές, εξαιτίας του γεγονότος ότι αρχίζουν το σχολείο σε μεγαλύτερη ηλικία για παράδειγμα στα 8, δεν τοποθετούνται στις αρχικές τάξεις του δημοτικού αλλά στην αντίστοιχη τάξη της ηλικίας τους π.χ. στην Γ’ Δημοτικού. Γρήγορα απογοητεύονται, αφού δεν γνωρίζουν καν το αλφάβητο και την σωστή χρήση της ελληνικής προφορικής γλώσσας.

Ας επανέλθω όμως στις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες έχουν αρχίσει να ξεχωρίζουν. Τα ονόματα για λόγους προστασίας των παιδιών θα παραποιηθούν.

Η πρώτη ιστορία είναι αυτή του Μουσταφά ο οποίος σήμερα είναι 22 ετών. Μέχρι τα 16 ο Μουσταφά πούλαγε στο γκάζι λουλούδια και χαρτομάντιλα. Στα 16 αποφασίζει να ξεκινήσει το σχολείο. Με τα λιγοστά γράμματα που είχε μάθει μπόρεσε να πάρει το απολυτήριο του Δημοτικού. Όταν ανακοίνωσε στους γονείς του την πρόθεσή του, ακολούθησε ξυλοδαρμός αλλά και η απόφασή τους να μην τον φιλοξενούν πια στο σπίτι τους εφόσον δεν θα συνεισέφερε οικονομικά. «Αν πας γυμνάσιο να βρεις που θα μείνεις. Αν δε δουλεύεις, εδώ δε μένεις» ήταν η ετυμηγορία των γονιών. Ο Μουσταφά αποφάσισε να επιχειρήσει τη μεγάλη έξοδο για χάρη του σχολείου. Με τη βοήθεια του Κέντρου Συμπαράστασης πήγε σε οικοτροφείο αρρένων και ξεκίνησε το γυμνάσιο. Σήμερα, διαθέτει πτυχίο υδραυλικού από τον ΟΑΕΔ και φοιτά και σε ΙΕΚ. Έχει νοικιάσει έναν δικό του χώρου και όπως λέει νιώθει μεγάλη απόσταση με την οικογένειά του. «Η οικογένειά μου δεν θα αλλάξει ποτέ» συχνά μονολογεί.

Η Ντεριάν στα 12 αποφάσισε να πάει από μόνη της στο σχολείο. Μέσω του Κέντρου Συμπαράστασης είχε περάσει ένα πολύ όμορφο καλοκαίρι στις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων. Είχε γνωρίσει συνομήλικες της, είχε κάνει νέες φίλες. Συχνά οι συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από το σχολείο. Η Ντεριάν δεν είχε τολμήσει να παραδεχτεί ότι εκείνη δεν πήγαινε. Τον Σεπτέμβρη μας ανακοίνωσε ότι ήθελε να γραφτεί στο σχολείο. Οι αντιδράσεις της οικογένειας μεγάλες. Η σωματική βία που υπέστην δεν την έκαμψε. Συνέχισε το σχολείο, το τελείωσε και σήμερα φοιτά στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας. Εργάζεται σε ταχυφαγεία ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κατανοήσει με μεγάλη δυσκολία τα πανεπιστημιακού πια επιπέδου μαθήματα, καθώς τα εκπαιδευτικά κενά του παρελθόντος έχουν κάνει την εμφάνισή τους.

Τέλος ο Τζεσκούν, 28 ετών, κατάφερε μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει το απολυτήριο δημοτικού για να μπορέσει να μπαρκάρει. Η εξετάστριά του- σε Διαπολιτισμικό Σχολείο- κατά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να πάρει το απολυτήριο του Δημοτικού του έθεσε τις εξής ερωτήσεις: Ποιοι είναι οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου, ποιος είναι ο Διονύσιος Σολωμός και ποια είναι τα σημεία του ορίζοντα. Τα σημεία του ορίζοντα τα γνώριζε αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει την ερώτηση έτσι όπως διατυπώθηκε… .